ὀλιγογνώμων

ὀλιγογόνατος

ὀλιγογονία
ὀλιγο·γόνατος, ος, ον [ῐᾰ] qui a peu d’articulations ou de nœuds, Th. H.P. 4, 11, 11.
Étym. ὀλ. γόνυ.