ὀλιγοφιλία

ὀλιγοφόρος

ὀλιγοφρενία
ὀλιγο·φόρος, ος, ον [] qui supporte peu l’eau, en parl. du vin, p. opp. à πολυφόρος, Hpc. 393, 22.
Étym. ὀλ. φέρω.