ὀλιγοπιστία

ὀλιγόπιστος

ὀλιγοποιέω-ῶ
ὀλιγό·πιστος, ος, ον [ῐγ] qui a peu de foi, de peu de foi, NT. Matth. 8, 26 ; 14, 31 ; 16, 8.
Étym. ὀλ. πίστις.