Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγό·ποτος,
ος, ον
[
ῐ
] qui boit peu,
Arstt.
H.A.
8, 3, 17
.
Étym.
ὀλ. ποτός
.