ὀλιγηπελής

ὀλιγηπελία

ὀλιγήρης
*ὀλιγηπελία, ion. ὀλιγηπελίη, ης () [ῐγ] faiblesse, épuisement, Od. 5, 468.
Étym. ὀλιγηπελής.