ὀλιγωρητέον

ὀλιγωρία

ὀλίγωρος
ὀλιγωρία ας () [ῐγ] indifférence, négligence, mépris, Arstt. Rhet. 2, 2 ; joint à ὕϐρις, Hdt. 6, 137 ; Arstt. Nic. 7, 7 ; τινός, Thc. 2, 52 ; Plut. Cam. 6, etc. ; περί τινος, Pol. 11, 9, 2 ; πρός τι, Dém. 1269, 3, pour qqe ch.
Étym. ὀλίγωρος.