ὀλισθηρῶς

ὀλίσθησις

ὀλισθητικός
ὀλίσθησις, εως ()
1 action de glisser, chute, Plut. M. 611 ||
2 dislocation, luxation, Hpc. Fract. 777.
Étym. ὀλισθάνω.