Ὄλουρος

ὀλοφλυκτίς

ὀλοφυγδός
ὀλο·φλυκτίς, ίδος () pustule, Hpc. 673, 37 ; Myrt. fr. 3, Konk (Poll. 2, 110) (ὀλός 2, φλυκτίς).