ὀλοφυγδών

ὀλοφυδνός

ὁλοφυής
ὀλοφυδνός, ή, όν, plaintif, lamentable, Il. 5, 683 ; 23, 102 ; Od. 19, 362 ; adv. ὀλοφυδνά, Anth. 7, 486, en se lamentant.
Étym. cf. ὀλοφύρομαι.