ὀμϐροτόκος

ὀμϐροφόρος

ὀμϐροχαρής
ὀμϐρο·φόρος, ος, ον, qui apporte la pluie, Eschl. Suppl. 35 ; Ar. Nub. 298, etc.
Étym. ὄμϐρος, φέρω.