ὀνειροκρισία

ὀνειροκρίτης

ὀνειροκριτικός
ὀνειρο·κρίτης, ου () [] qui interprète les songes, Thcr. Idyl. 21, 33 ; Th. Char. 16.
Étym. ὄν. κριτής.