ὀνειρόμαντις

ὄνειρον

ὀνειρόπληξ
ὄνειρον, ου (τὸ) c. ὄνειρος, Od. 4, 841 ; Hdt. 7, 14, etc. ; Eschl. Ch. 541, etc. ; Soph. El. 1390 ; Eur. H.f. 517, etc.