ὀνειρόφρων

ὀνειρωγμός

ὀνειρώδης
ὀνειρωγμός, οῦ () perte séminale dans un songe, Arstt. H.A. 10, 6 ; Diosc. 3, 148.
Étym. ὀνειρώσσω.