Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀνειρώδης
ὀνειρωκτικός
ὀνείρωξις
ὀνειρωκτικός,
ή, όν,
c. le préc.
Damasc.
Plat. Phil.
171, 2
.
Étym.
ὀνειρώσσω
.