Ὀγκαίη

ὀγκάομαι-ῶμαι

ὀγκηθμός
ὀγκάομαι-ῶμαι, braire, Thpp. com. 2, 793 ; Arstt. H.A. 9, 1, 18 ; Luc. D. mar. 1, 4 ; Pisc. 32, etc.