ὄγκιον

ὀγκοειδής

ὀγκοποιέω-ῶ
ὀγκο·ειδής, ής, ές, c. ὀγκώδης, seul. cp. -έστερος, Hermias Plat. Phædr. p. 110.
Étym. ὄγκος, εἶδος.