ὀνόϐλιτον

ὀνόϐρυχις

ὀνόγαστρις
ὀνό·ϐρυχις, ιδος () [] sainfoin, plante, Diosc. 3, 170 ; Gal. 13, 215.
Étym. ὄνος, βρύχω.