Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀνοματουργέω-ῶ
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνοματουργός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui forge des mots,
Plat.
Crat.
388
e
.
Étym.
ὄ. ἔργον
.