ὄνησις

ὀνησιφόρος

ὀνησιφόρως
ὀνησι·φόρος, ος, ον [] qui procure un avantage utile, Hpc. 28, 50 ; Plut. M. 555e ; Luc. V. auct. 26.
Étym. ὄνησις, φέρω.