ὀφιοσκόροδον

ὀφιοσταφύλη

ὀφιοστάφυλον
ὀφιο·σταφύλη, ης () [ᾰῠ] vigne-blanche ou couleuvrée, Diosc. 4, 184.
Étym. ὄφ. σταφυλή.