ὀφθαλμίζομαι

ὀφθαλμικός

ὀφθάλμιος
ὀφθαλμικός, ή, όν, qui concerne les yeux, Diosc. 1, 11 ; subst. ὁ ὀ. (s. e. ἰατρός) oculiste, Gal. De usu part. 12, 786.
Étym. ὀφθαλμός.