ὀπισθόϐολος

ὀπισθοϐριθής

ὀπισθόγραφος
ὀπισθο·ϐριθής, ής, ές [ρῑ] pesant par derrière, Eschl. fr. 360.
Étym. ὄπισθε, βρίθω.