ὀπισθόγραφος

ὀπισθοδάκτυλος

ὀπισθόδετος
ὀπισθο·δάκτυλος, ος, ον [] aux doigts recourbés en arrière, Str. 70.
Étym. ὄπισθε, δάκτυλος.