ὄψ

ὀψαμάτης

ὄψανον
ὀψ·αμάτης, voc. ᾶτα () [ᾱμᾱ] qui moissonne jusqu’au soir, Thcr. Idyl. 10, 7.
Étym. ὀψέ, ἀμάω.