ὀψιανθέω-ῶ

ὀψιανθής

ὀψιανὸς λίθος
ὀψι·ανθής, ής, ές, qui fleurit tardivement, Th. H.P. 6, 4, 4.
Étym. ὀψέ, ἀνθέω.