ὀψικαρπία

ὀψίκαρπος

ὀψικέλευθος
ὀψί·καρπος, ος, ον [] qui donne des fruits tardifs, Th. H.P. 6, 4, 6 ||
Cp. -ότερος, Th. C.P. 1, 10, 7.
Étym. ὀψέ, καρπός.