ὀψωνιάζω

ὀψωνιασμός

ὀψώνιον
ὀψωνιασμός, οῦ ()
1 approvisionnement de vivres, Mén. 4, 313 Meineke ||
2 p. ext. solde militaire, Pol. 1, 66, 7, etc.
Étym. ὀψωνιάζω.