ὀπτάζω

ὀπταλέος

ὀπτανεῖον
ὀπταλέος, α, ον [] rôti, grillé, Il. 4, 345 ; Od. 12, 396 ; 16, 50 ; Matr. (Ath. 135f) etc. (ὀπτός 1).