ὀπτάω-ῶ

ὀπτέος

ὀπτεύμενος
ὀπτέος, α, ον, vb. du th. ὀπ- (v. ὄψομαι, ὄπωπα) rattaché à la conjug. de ὁράω, Hld. 7, 17.