ὄρχος

ὀρχοτομέω-ῶ

ὀρχοτομία
ὀρχο·τομέω-ῶ (ao. pass. ὠρχοτομήθην) couper les bourses, rendre eunuque, A. Aphr. Probl. 1, 9 ; Hippiatr. p. 67, 10, etc. ||
E Pf. pass. part. pl. ὠρχοτετομημένοι, Hippiatr. p. 11, 28 et p. 68, 28 ; ou ὠρχοτετμημένοι, Hippiatr. p. 41, 2.
Étym. ὄρχις, -τομος de τέμνω.