ὀρειοχαρής

ὀρειπέλαργος

ὀρείπλαγκτος
ὀρει·πέλαργος, ου () cigogne de montagne, sorte de vautour, Arstt. H.A. 9, 32, 3.
Étym. ὄρος, πελαργός.