ὀρείπλαγκτος

ὀρειπλανής

ὀρείπλανος
ὀρει·πλανής, ής, ές [] qui erre dans les montagnes, Triphiod. 223 ; Nonn. D. 5, 408, etc. (var. ὀριπλ-).
Étym. ὄρος, πλάνη.