ὀρεοπολέω-ῶ

ὀρεοσέλινον

ὀρεοτύπος
ὀρεο·σέλινον, ου (τὸ) [] persil de montagne, plante, Th. H.P. 7, 6, 3 ; Diosc. 3, 76.
Étym. ὄρος, σέλινον.