Ὀρέστειος

ὀρέστερος

Ὀρέστης
ὀρέστερος, α, ον, c. ὀρεινός, Il. 22, 93 ; Od. 10, 212, etc. ; Soph. Ph. 391 ; Eur. Hec. 1058, Bacch. 1141, etc.