ὀρνιθολόγος

ὀρνιθολόχος

ὀρνιθομανέω-ῶ
*ὀρνιθο·λόχος, ου () [] oiseleur, Plut. M. 473a ||
E Dor. ὀρνιχολόχος, Pd. I. 1, 67.
Étym. ὄρνις, λόχος.