ὀρνιθοειδής

ὀρνιθοθήρας

ὀρνιθοθηράω-ῶ
ὀρνιθο·θήρας, ου () [] oiseleur, Ar. Av. 62 ; Arstt. H.A. 9, 1 ; Plut. M. 800a.
Étym. ὄρνις, θηράω.