Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀρνιθόω-ῶ
ὀρνιθώδης
ὀρνιθών
ὀρνιθώδης,
ης, ες
[
ῑ
]
au cp.
-έστερος,
c.
ὀρνιθοειδής,
Arstt.
H.A.
6, 10, 2
.
Étym.
ὄρνις, -ωδης
.