Ὀροάνδης

ὀροϐάγχη

Ὀρόϐαζος
ὀρο·ϐάγχη, ης () orobanche, plante parasite qui étouffe la vesce, Th. C.P. 5, 15, 5 ; H.P. 8, 8, 4 ; Diosc. 3, 172.
Étym. ὄροϐος, ἄγχω.