ὀροϐῖτις

ὀροϐοειδής

ὄροϐος
ὀροϐο·ειδής, ής, ές, qui ressemble à un grain de vesce, Hpc. 514, 16 ; Gal. 19, 589, etc.
Étym. ὄροϐος, εἶδος.