ὀροϐοφαγέω-ῶ

ὀροϐώδης

ὁρογενής
ὀροϐώδης, ης, ες, c. ὀροϐοειδής, Th. H.P. 8, 2, 3, etc.
Étym. ὄροϐος, -ωδης.