ὄρομαι

ὀρομηλίδες

ὄρον
*ὀρο·μηλίδες, dor. ὀρο·μαλίδες, ων (αἱ) [] propr. pommes de montagne, c. à d. pommes sauvages, Thcr. Idyl. 5, 94.
Étym. ὄρος, μῆλον.