ὀροφόω-ῶ

ὀρόφωμα

ὁρόω-ῶ
ὀρόφωμα, ατος (τὸ) toiture, toit, Ath. 205d ; Spt. Ezech. 41, 26 ; 2 Par. 3, 7.
Étym. ὀροφόω.