ὀρφανός

ὀρφανοφύλαξ

ὀρφανόω-ῶ
ὀρφανο·φύλαξ, ακος () [ᾰῠᾰκ] tuteur d’un orphelin ou d’orphelins, Xén. Vect. 2, 7.
Étym. ὀρφανός, φύλαξ.