Ὄρφειος

ὀρφεοτελεστής

ὀρφεύς
ὀρφεο·τελεστής, οῦ () initiateur aux mystères orphiques, ou, en gén. aux mystères, Th. Char. 18, 4 ; Plut. M. 224e.
Étym. Ὀρφεύς, τελέω.