ὀρρόπισσα

ὀρροποτέω-ῶ

ὀρροποτίη
ὀρρο·ποτέω-ῶ, boire du petit-lait, Hpc. 486, 1 ; 540, 38.
Étym. ὀρρός, ποτός, vb. de πίνω.