ὀρρώδης

ὀρρωδία

ὄρσασκε
ὀρρωδία, ας () crainte, frayeur, Thc. 2, 88 ; Eur. Ph. 1403, etc. ; ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν τι, Thc. 2, 89, redouter qqe ch. ||
E Ion. ἀρρωδίη, Hdt. 7, 173, etc.
Étym. ὀρρωδέω.