ὀρσοθύρη

ὀρσολοπεύω

ὀρσολοπέω-ῶ
ὀρσολοπεύω, assaillir, harceler, tourmenter, acc. Hh. Merc. 308 ; Max. π. κατ. 107.
Étym. ὀρσολόπος.