ὀρσότης

ὀρσοτριαίνης

ὄρσω
ὀρσο·τριαίνης, éol. -τρίαινα, adj. qui élève ou agite le trident, Pd. O. 8, 64, etc. ; subst. Pd. O. 8, 64 ; N. 4, 86.
Étym. ὄρνυμι, τρίαινα.