ὀρθοδίκαιος

ὀρθοδίκας

ὀρθοδοξαστής
ὀρθο·δίκας, ου [ῐᾱ] adj. m. qui juge équitablement (propr. droitement) Pd. 11, 15.
Étym. dor. c. *ὀρθοδίκης, de ὀ. δίκη.