ὀρθοδοξέω-ῶ

ὀρθοδότειρα

ὀρθοδρομέω-ῶ
ὀρθο·δότειρα, ας, adj. f. : ὀ. διανοίας, Orph. H. 75, 5, qui donne un jugement droit, sain.
Étym. ὀ. δότειρα.